- κλειστοφιλία
- ηιατρ. παθολική τάση αυτοεγκλεισμού στο σπίτι ή σε οποιονδήποτε χώρο ή ακόμη και απομόνωσης, συχνή στη μανία καταδιώξεως.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το β' συνθετικό της πρβλ. αγγλ. claustrophilia < claustro- (< λατ. claustrum, που αποδίδεται με το κλειστό-) + -philia (πρβλ. -φιλία < -φιλος < φίλος)].
Dictionary of Greek. 2013.